Sweeney Todd: ένα μουσικό θρίλερ στο Ηρώδειο

Book Press, Χ. Στρογγύλη
01 Αύγουστος 2017

Sweeney Todd: ένα μουσικό θρίλερ στο Ηρώδειο

Εξαιρετικός από κάθε άποψη, και τεχνικά και υποκριτικά, ήταν ο Χρήστος Κεχρής στο ρόλο του Επίτροπου Μπάμφορντ.

Χρύσα Στρογγύλη Book Press

Η ιστορία του Σουήνι Τοντ είναι ένας αστικός μύθος του βικτωριανού Λονδίνου που έγινε θεατρικό έργο στην εποχή του και αργότερα μεταφέρθηκε στον ασπρόμαυρο κινηματογράφο. Αφορά στην ιστορία ενός κουρέα που σκότωνε τους πελάτες του με το ξυράφι και παρέδιδε τα πτώματα στη συνεργάτιδά του, κυρία Λόβετ, για να φτιάχνει και να πουλά τις κρεατόπιτές της. Εμπνευσμένος από αυτήν την ιστορία, ο συγγραφέας Κρίστοφερ Μποντ περιέπλεξε τη μυθοπλασία γράφοντας το θεατρικό του μελόδραμα το 1973, το οποίο ο Σοντχάημ μετέτρεψε σε μιούζικαλ. Ο εξόριστος κουρέας Σουήνι Τοντ –το αρχικό του όνομα ήταν Μπέντζαμιν Μπάρκερ– μετά από πολλά χρόνια αναγκαστικής εξορίας στην Αυστραλία δραπετεύει και επιστρέφει στο Λονδίνο, αναζητώντας την οικογένειά του και διψώντας για εκδίκηση για το βιασμό της γυναίκας του και την αρπαγή της κόρης του από τον αδίστακτο δικαστή Τέρπιν. Τις προσπάθειές του στηρίζει η κυρία Λόβετ η οποία του επιτρέπει να ανοίξει κουρείο πάνω από το κατάστημά της. Ταυτόχρονα, η κόρη του, Τζοάννα, προσπαθεί να γλιτώσει από τα δεσμά του δικαστή θετού πατέρα της και να αποδράσει με τον αγαπημένο της Άντονυ.

Μουσικό θρίλερ με κωμικές και ρομαντικές αποχρώσεις

Το έργο Sweeney Todd, ο δαιμόνιος κουρέας της Fleet Street, δεν υπηρετεί μόνο ένα είδος, αλλά πολλά (όπερα, μιούζικαλ, κωμωδία ή θρίλερ) σε ένα πετυχημένο κοκτέιλ που έχει μαύρο κυρίως χιούμορ, συγκίνηση, ρομαντισμό, αγωνία, φρίκη. Μιλά για την εκδίκηση, την αγάπη, την εμμονή, το πάθος αλλά και για την φτώχεια, την ασυδοσία της εξουσίας, την κοινωνική ανισότητα.

Η απόδοση του κειμένου στα ελληνικά ανήκει στον μαέστρο Γιώργο Πέτρου, ο οποίος επιμελήθηκε και την σκηνοθεσία, έχοντας ως βοηθό σκηνοθέτη τον Δημήτρη Δημόπουλο. Δεν είχε νόημα να μεταφραστεί στα ελληνικά μόνο η πρόζα, και όχι τα τραγούδια όπως είχε συμβεί στο Kiss me Kate, αφού το μεγαλύτερο μέρος του έργου είναι τραγουδισμένο. Το εγχείρημα της μετάφρασης τηρώντας το μέτρο και την ομοιοκαταληξία είναι πολύ δύσκολο και ο μαέστρος ανταποκρίθηκε με επιτυχία.

Ιδιαίτερα ταιριαστά με το χώρο του Ηρωδείου ήταν τα σκηνικά του Πάρι Μέξη. Με απλές αλλά εξαιρετικά καλόγουστες ξύλινες κατασκευές εξυπηρετήθηκαν όλες οι σκηνοθετικές ανάγκες του έργου. Ένα μεγάλο ξύλινο κουτί αποτελούσε το εργαστήριο για την παρασκευή των πιτών και στο επάνω μέρος του βρισκόταν το κουρείο. Μπροστά από την σπαστή καρέκλα του κουρείου άνοιγε μια καταπακτή και οι «πελάτες» έπεφταν μέσα στο κουτί μετά από τη δολοφονική λεπίδα του δαιμόνιου κουρέα. Μια ψηλή ξύλινη κινούμενη σκάλα χρησιμοποιήθηκε άλλοτε για να ανεβαίνουν οι ηθοποιοί στο κουρείο, άλλοτε σαν μπαλκόνι όπου βρισκόταν εγκλωβισμένη η κόρη του δικαστή, Τζοάννα, άλλοτε σαν βάθρο σημαντικών ανακοινώσεων. Χρησιμοποιήθηκαν και άλλα ξύλινα κουτιά για να δηλωθεί το ψυχιατρείο στο οποίο κλείστηκε η Τζοάννα, αλλά και μικρότερα κουτιά που λειτουργούσαν σαν σκαμπό και επάνω τους είχαν γράμματα που, βαλμένα στη σωστή σειρά, σχημάτιζαν λέξεις σχετικές με το νόημα των λεγομένων. Για παράδειγμα, όταν ο Τόμπι εξέφραζε τα συναισθήματά του στην κυρία Λόβετ, τα κουτιά σχημάτιζαν την λέξη lover.

Όλες οι σκηνικές ιδέες ήταν ευρηματικές και λειτουργικές, με τους φωτισμούς του Γιώργου Τέλλου να συντελούν ακόμα περισσότερο στη διαμόρφωση της ατμόσφαιρας. Η κινησιολογία της Ζωής Χατζηαντωνίου και του Κώστα Τσιούκα εξυπηρέτησε πλήρως τις ανάγκες της δραματουργίας και τα κουστούμια της Γιωργίνας Γερμανού παρέπεμπαν πράγματι στην εποχή του βικτωριανού Λονδίνου.

Μοναδικές μελωδίες, γοητευτικές ερμηνείες

Η μουσική του Σοντχάημ είναι μαγευτική. Παίζει με τα ηχοχρώματα, με τους ρυθμούς, με τα όρια των φωνών. Οι μελωδίες του, χαρακτηριστικές ανάλογα με το πρόσωπο και την περίσταση, φεύγουν και επανεμφανίζονται, επιτελούν έναν ρόλο, γοητεύοντας και τον πιο απαίδευτο ακροατή. Στη συγκίνηση που προκαλεί η μουσική σύνθεση του Σοντχάημ συμβάλλει και η εξαιρετική ενορχήστρωση του Τζόναθαν Τούνικ.

Στους πρωταγωνιστικούς ρόλους του έργου απολαύσαμε την Νάντια Κοντογεώργη (κυρία Λόβετ) και τον Χάρη Ανδριανό (Σουήνι Τοντ). Η πρωταγωνίστρια εντυπωσίασε και με τις υποκριτικές αλλά και με τις φωνητικές ικανότητές της. Αν και δεν είναι αμιγώς λυρική τραγουδίστρια αλλά κυρίως ηθοποιός, στάθηκε επάξια δίπλα στους υπόλοιπους λυρικούς τραγουδιστές. Ο Χάρης Ανδριανός χειριζόταν τη φωνή του με μεγάλη επιδεξιότητα, αποδίδοντας άλλοτε την οργή του αδικημένου κουρέα και άλλοτε την πληγωμένη ψυχή του εξόριστου πατέρα. Εξαιρετικός από κάθε άποψη, και τεχνικά και υποκριτικά, ήταν ο Χρήστος Κεχρής στο ρόλο του Επίτροπου Μπάμφορντ. Για τις υποκριτικές του ικανότητες ξεχώρισε και ο Άρης Πλασκασοβίτης στο ρόλο του Τομπίας, αν και φωνητικά έχει περιθώρια εξέλιξης. Υπέροχη και ευαίσθητη η χροιά της φωνής της Μυρσίνης Μαργαρίτη, ενώ εντυπωσιακό ήταν το εύρος του Χριστόφορου Σταμπόγλη στο ρόλο του δικαστή Τέρπιν. Λυρικός και ευαίσθητος ο Γιάννης Καλύβας στο ρόλο του Άντονυ και ιδιαίτερα εκφραστική υποκριτικά η Άννα Κουτσαφτίκη στο ρόλο της ζητιάνας, παρά τα προβλήματα με το μικρόφωνό της. Προβλήματα παρουσίασε και το μικρόφωνο της Νάντιας Κοντογιώργη αρκετές φορές και μάλιστα σε σημείο κορύφωσης προς το τέλος του έργου, γεγονός που δεν επέτρεψε να ακουστεί καθαρά το τελικό ντουέτο του Σουήνι Τοντ και της κυρίας Λόβετ. Στα αρνητικά στοιχεία θα μπορούσε να προστεθεί η απουσία αγγλικών υπέρτιτλων.

Καμεράτα: το μιούζικαλ της πάει πολύ

Η Καμεράτα, σπάζοντας τα στεγανά της ορχήστρας με ειδίκευση στην μπαρόκ μουσική, έχει εντυπωσιάσει και στο παρελθόν το κοινό της, παρουσιάζοντας πασίγνωστα μιούζικαλ με μεγάλη επιτυχία. Τόσο το Kiss me Kate το 2015 όσο και το West side story το 2016 απέσπασαν τις καλύτερες κριτικές και εντυπώσεις, με τον Γιώργο Πέτρου να αποτελεί την ψυχή αυτών των εγχειρημάτων, όχι μόνο εκτελώντας χρέη μαέστρου, αλλά επιμελούμενος την σκηνοθεσία και την απόδοση των έργων στα ελληνικά. Αποδεικνύεται πως πρόκειται για ένα στυλιστικά ευέλικτο μουσικό σχήμα που ανταποκρίνεται με επαγγελματισμό στο τόσο δύσκολο είδος του μιούζικαλ, αναπτύσσοντας άρτιες συνεργασίες με όλους τους συντελεστές (ηθοποιούς, χορευτές, τεχνικούς). Ο Γιώργος Πέτρου διηύθυνε την παράσταση με ξεχωριστό πάθος, με χορευτικές κινήσεις και με απόλυτο έλεγχο, καθοδηγώντας με επιτυχία και τους μουσικούς της ορχήστρας και τους τραγουδιστές – ηθοποιούς. Αξίζει να προστεθεί ότι η μουσική προετοιμασία και τη διδασκαλία ensemble ανήκει στον Δημήτρη Γιάκα.

Χρύσα Στρογγύλη

Πηγή: www.bookpress.gr

01/08/2017