Ένας εικαστικά μαγευτικός «Μαγικός Αυλός»

Αθηνόραμα, Ευτύχης Χωριατάκης
19 Απρίλιος 2018

Αθηνόραμα - Ένας εικαστικά μαγευτικός «Μαγικός Αυλός»

Εξαιρετικός μουσικοδραματικά ο Μονόστατος του τενόρου Χρήστου Κεχρή.

Ευτύχης Χωριατάκης Αθηνόραμα

Την φημισμένη και από κάθε άποψη εντυπωσιακή παραγωγή του «Μαγικού Αυλού» του Μότσαρτ, που πρωτοπαρουσιάσθηκε στην Κωμική Όπερα του Βερολίνου, απολαμβάνει αυτές τις ημέρες -και μέχρι τα τέλη Απριλίου- το αθηναϊκό κοινό.

Μετά από περίπου 350.000 θεατές σε όλον τον κόσμο, και οι ντόπιοι φιλόμουσοι έσπευσαν να καταστήσουν sold out όλες τις παραστάσεις στην Εθνική Λυρική Σκηνή πριν καν δοθεί η πρεμιέρα!

Αμέσως μετά την πολυσυζητημένη «Λουτσία ντι Λαμμερμούρ», η ΕΛΣ φιλοξένησε -και υλοποίησε με υποδειγματική ακρίβεια και επαγγελματισμό- μία από τις ομορφότερες, ευφυέστερες και τεχνικά πιο απαιτητικές οπερατικές παραγωγές των τελευταίων ετών σε διεθνή κλίμακα. Καθώς ο πήχης έχει μπει πλέον πολύ ψηλά, η Λυρική οφείλει να συνεχίσει προς αυτήν την κατεύθυνση που θα σηματοδοτήσει εμπράκτως το πέρασμα στη νέα εποχή, που αποτελεί στόχο του Γιώργου Κουμεντάκη.

Το 2012, ο Αυστραλός σκηνοθέτης και καλλιτεχνικός διευθυντής της τρίτης βερολινέζικης όπερας Μπάρρη Κόσκυ συνεργάσθηκε με την καινοτόμο βρετανική θεατρική ομάδα «1927» (η συγγραφέας/περφόρμερ Σουζάν Αντράντε και ο κομίστας/εικονογράφος Πωλ Μπάρριτ), που ανέβαζαν έργα αναμειγνύοντας ζωντανό θέαμα και κινούμενα σχέδια. Το αποτέλεσμα της δουλειάς τους σ’ένα τόσο πολυεπίπεδο έργο, όπως ο «Μαγικός Αυλός», συνάρπασε: η αισθητική των θεαμάτων της εποχής του μεσοπολέμου (βωβός κινηματογράφος, καμπαρέ, μιούζικ χωλ) συνάντησε γόνιμα τον κόσμο των κινουμένων σχεδίων, των κόμικς, των live video και του animation, οριοθετώντας μίαν ευφάνταστη πλην λειτουργική, πραγματικά εκσυγχρονιστική σκην(οθετ)ική πρόταση.

Μακράν των προερχόμενων από τον γερμανόφωνο χώρο ψευδοπρωτοποριακών σκηνοθεσιών, που τόσο έχουν ταλανίσει την όπερα, η συγκεκριμένη παραγωγή -την αθηναϊκή αναβίωση της οποίας υπέγραψε ο Τομπίας Ριμπίτσκυ- έδωσε μία νέα διάσταση στη λυρική τέχνη (οι τραγουδιστές αλληλεπιδρούν επί σκηνής με καρτούν!), χωρίς όμως να υποτάσσει τη δραματουργία στην εικόνα ή να την εξαρτά έντονα από αυτήν. Τούτο μάλιστα σε μια κατ’εξοχήν όπερα «εικόνων», τις διαστάσεις της οποίας αντιλαμβάνεται κανείς πλήρως, μόνο όταν αυτή αποδοθεί χωρίς την περικοπή των διαλόγων.

Είναι γνωστό ότι ο «Μαγικός αυλός» δεν αποτελεί όπερα με εμβόλιμη πρόζα ούτε θεατρικό με μουσική, αλλά ένα έργο που προέρχεται από τη μακρά παράδοση της παντομίμας, στην οποία λόγος, μουσική και υποκριτική συνυπάρχουν αρμονικά. Παρότι οι Κόσκυ και Αντράντε περιέκοψαν δραστικά τους διαλόγους -ενίοτε ευφυώς συνεπτυγμένους σαν μεσότιτλους βωβής ταινίας- και σε μικρότερο βαθμό και κάποια μουσικά μέρη (συντομεύοντας τη διάρκεια της όπερας κατά περισσότερο από ημίωρο), θέαμα και ακρόαμα παρέμειναν σφριγηλά, σφιχτά.

Το θέαμα, εύλογα, δέσποσε με την οργιαστική αλληλουχία εικόνων (κυρίαρχα αλλά όχι αποκλειστικά ασπρόμαυρων), αληθινό ταξίδι μέσα από τους πλέον ανόμοιους φαντασιακούς κόσμους. Η Έστερ Μπιαλάς υπέγραψε τα εντυπωσιακά σκηνικά αλλά και τα κοστούμια των πρωταγωνιστών, που παρέπεμπαν σε γνωστές φιγούρες του βωβού κινηματογράφου: ο Παπαγκένο στον Μπάστερ Κήτον, η Παμίνα στην Λουίζ Μπρουκς, ο Μονόστατος στο Νοσφεράτου…

Όμως, όλα αυτά μπολιάστηκαν/συνομίλησαν με διαφορετικές αισθητικές, εικαστικές τεχνικές και αφηγηματικές στρατηγικές για να δημιουργήσουν/ αναπλάσουν με (βρετανικό) χιούμορ μια ερεθιστική ανάγνωση του έργου, συνεκτική, με κοινή θεατρική γλώσσα, γεμάτη ρυθμό. Ακόμη και από πλευράς κινησιολογίας, στην στατικότητα πολλών από τους ρόλους λειτούργησε -έξυπνα- αντιστικτικά η κινητικότητα άλλων, όπως π.χ.του Παπαγκένο.

Η επιτυχία της παραγωγής έγκειται στο πόσο ισορροπημένα προβάλλει τις ποικίλες διαστάσεις ενός έργου που σχετίζεται με το λαϊκό θέατρο και τον φθίνοντα κόσμο του μπαρόκ, περιλαμβάνοντας όμως σαφείς ιδεολογικές υπαγορεύσεις από τους κόσμους του διαφωτισμού και του τεκτονισμού. Η ευρηματική οπτικοποίηση δικαίωσε σίγουρα την παραμυθένια διάσταση του «Αυλού», καθηλώνοντας -επίτευγμα διόλου αυτονόητο- τους πολυάριθμους, μικρής ηλικίας θεατές, αλλά όχι μόνο! Η ανάλαφρη -πλην διόλου ελαφριά- και σαφής εκτύλιξη του αφηγηματικού μίτου επέτρεψε και στους μεγάλους -τουλάχιστον στους πιο ενημερωμένους/«ψαγμένους» από αυτούς- να αντιληφθούν όχι μόνο τις θεμελιώδεις αξίες που πραγματεύεται το συμβολικό κείμενο του Σίκανεντερ αλλά και πολλά από τα κάθε λογής συμφραζόμενα και υπομνηματισμούς της συγκεκριμένης προσέγγισης.

Με δεδομένο το πόσο αβίαστα κύλησε θεατρικά η παράσταση, θα ήταν κρίμα το μουσικό της μέρος να υπολειπόταν καθοριστικά. Παρότι το ακρόαμα δεν άρθηκε οπωσδήποτε στο ίδιο -πολύ υψηλό- επίπεδο, δεν έλειψαν οι ευχάριστες εκπλήξεις, κυρίως στο βαθμό που φωνητικά αξιοποιήθηκαν συντριπτικά εγχώριες, και μάλιστα νεανικές, δυνάμεις, οι οποίες ανταποκρίθηκαν επαρκέστατα στις ειδικές απαιτήσεις τόσο του τραγουδιού (ο Μότσαρτ δεν είναι ποτέ εύκολος!) όσο και της συγκεκριμένης σκηνικής παρουσίασης (οι μονωδοί τραγουδούν συχνά «δεμένοι», από μεγάλα ύψη!). Τα περιθώρια βελτίωσης από πλευράς άρθρωσης του λόγου και στιλιστικά ενημερωμένου τραγουδιού είναι βέβαια σημαντικά, αλλά αυτό δεν αναιρεί την ανάγκη να εμπιστευθεί η ΕΛΣ σταδιακά τους μονωδούς της επόμενης γενιάς.

Από πλευράς της -διπλής- διανομής, η μόνη μετάκληση αφορούσε το νεαρό, ανερχόμενο Ελβετό τενόρο Σάσα Εμάνουελ Κράμερ στο ρόλο του Ταμίνο. Αυτός κέρδισε τις εντυπώσεις στην παράσταση της 13/4 που παρακολουθήσαμε, αφενός λόγω του όμορφου, γλυκού ηχοχρώματος και της στέρεης τεχνικής (τα οποία, με την απόκτηση περισσότερης εμπειρίας, προμηνύουν μεγάλες δυνατότητες εξέλιξης) αφετέρου λόγω της ευαίσθητης σκηνικής παρουσίας, που δικαίωσε το ιδιαίτερο στίγμα του χαρακτήρα. Οι δύο ισάξιοι συμπρωταγωνιστές του δεν διέθεταν στο έπακρο αμφότερα τα χαρίσματα: το μεταλλικό τίμπρο της υψιφώνου Μαρίας Παλάσκα στέρησε από την καλοτραγουδισμένη Παμίνα της την αναγκαία τρυφερότητα (ιδίως στην άρια της B’ πράξης), ενώ από τον εξαιρετικά ενδιαφέροντα, φωνητικά υγιή Παπαγκένο του μπασοβαρύτονου Τίμου Σιρλαντζή έλειψε κάπως η πιο αφελής, παιχνιδιάρικη διάσταση του ρόλου.

Η υψίφωνος Βασιλική Καραγιάννη ανταποκρίθηκε και πάλι με αξιοπιστία -αν και χωρίς τη σκανδαλιστική άνεση του παρελθόντος, ιδίως στο καταληκτικό κόντρα-φα της πρώτης άριας- στις δεξιοτεχνικά υπερβατικές απαιτήσεις του σύντομου πλην κομβικού ρόλου της Βασίλισσας της Νύχτας. Καθώς το ηχόχρωμα έχει γίνει πιο μεστό, ο ρόλος κέρδισε μιαν ευπρόσδεκτα «μητρική» διάσταση, που δεν διέθετε παλαιότερα. Φωνητικά έγκυρος, ως συνήθως, ήχησε ο Ζαράστρο του μπάσου Πέτρου Μαγουλά, εξαιρετικός μουσικοδραματικά ο Μονόστατος του τενόρου Χρήστου Κεχρή.

Τέλος, οι 3 κυρίες (Μαυρίδου, Κουτσομπολίδου, Κακοβουλίδου για τη συγκεκριμένη περίσταση!) αποδόθηκαν με κέφι και επαρκή συντονισμό από έμπειρες μονωδούς, τις υψιφώνους Μίνα Πολυχρόνου και Αντωνία Καλογήρου και τη μεσόφωνο Μαργαρίτα Συγγενιώτου, ενώ, επιτυχημένο ήταν, παρά τις αναμενόμενες δυσκολίες, και το τρίο των -αληθινών!- αγοριών που προήλθαν από τις τάξεις της Παιδικής Χορωδίας της ΕΛΣ.

Εξίσου κρίσιμη για την επιτυχία της παράστασης στάθηκε η μουσική διεύθυνση της Ζωής Τσόκανου, σβέλτη, ισορροπημένη ρυθμικά/αρμονικά, αφηγηματικά ρευστή, με μέριμνα για άρτιο συντονισμό ορχήστρας, τραγουδιστών και της -καλής- Χορωδίας της ΕΛΣ. Ιδιαιτέρως ευπρόσδεκτη ήταν η διαφάνεια του ορχηστρικού ήχου, μολονότι κάποια στιγμή τα μουσικά σύνολα θα πρέπει να μυηθούν στις κατακτήσεις της ιστορικής ερμηνευτικής σε ό,τι αφορά ταχύτητες, διαμόρφωση φράσεων, ποικίλματα…

Ευτύχης Χωριατάκης

Πηγή: www.athinorama.gr

19/04/2018