Editors’ Newspaper – Pylades
Undisputable -actually heroic- protagonists were the mezzo-soprano Irini Karayanni, the tenor Christos Kechris and the soprano Myrto Papathanasiou.”
Γιάννης Σβώλος, Editors’ Newspaper
Αρχαία ράκη και μουσική αμηχανία
Σε μια βραδιά-μαραθώνιο παρουσίασε το Φεστιβάλ Αθηνών τις όπερες δωματίου «Πυλάδης» και «Ιοκάστη» του Γιώργου Κουρουπού (8/7/2015). Αμφότερα τα έργα είχαν πρωτοπαρουσιαστεί στο παρελθόν: ο μεν «Πυλάδης» ως παραγγελία του Μεγάρου Μουσικής προ 23 ετών (1992), η δε «Ιοκάστη» ως παραγγελία του Κέντρου Δελφών προ 13 ετών (2002, Δελφοί, Βέροια).
Η δίδυμη παρουσίαση φιλοξενήθηκε στην αίθουσα «Δ» της Πειραιώς 260. Η αίθουσα είχε γεμίσει από κοινό μέσα στο οποίο ξεχώριζαν πολλοί καλλιτέχνες από τον χώρο της μουσικής. Η παραγωγή ήταν καταφανώς φροντισμένη στο πλαίσιο των στόχων που έθεσαν σκηνοθέτης και ερμηνευτές, καθώς επίσης υποστηριγμένη από σοβαρή επένδυση σε δαπάνη, δουλειά και ανθρώπινο δυναμικό. Ωστόσο, άφησε πολύ μέτριες εντυπώσεις. Κυρίως υπήρξε υπονομευτικά κουραστική, καθώς ο συνειδητά και έντονα μειξογενής χαρακτήρας των έργων προκάλεσε αντιφατικά ερεθίσματα στην πρόσληψη, ακυρώνοντας τις όποιες, σποραδικές εκλάμψεις απόλαυσης προς την κατεύθυνση του θεάτρου πρόζας ή της όπερας.
Αναδιατυπώσεις μύθων
«Πυλάδης» και «Ιοκάστη» συνδυάζουν το τυραννικά δεσπόζον, ιστορικίζον ελληνοκεντρικό στοιχείο με σύγχρονης θεώρησης ψυχογράφηση των αρχαίων χαρακτήρων. Στον πρώτο ο Κουρουπός μελοποιεί κείμενο του Γιώργου Χειμωνά, βασισμένο στην «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή. Ουσιαστικά, πρόκειται για αναδιατύπωση που πατά επάνω στον Σοφοκλή, παρεμβάλλοντας στον μύθο διεσταλμένες σφήνες σύγχρονων ψυχολογικών σχολιασμών˙ περιφερειακή και σκιώδης παραμένει η παρουσία του Πυλάδη.
Στη δεύτερη ο συνθέτης μελοποιεί πρωτότυπο κείμενο της Ιουλίτας Ηλιοπούλου βασισμένο στον μύθο των Λαβδακιδών και στον σοφόκλειο «Οιδίποδα τύραννο». Πρόκειται για μια συμπυκνωμένη ρετροσπεκτίβα ζωής, εκτιθέμενη σε πρώτο πρόσωπο καθώς η τραγική βασίλισσα αναπολεί πεπραγμένα και βιώματα πριν αυτοκτονήσει, κόβοντας τις φλέβες της (!).
Γραμμένες με συγγενή λογική, οι παρτιτούρες των δύο έργων είναι ένα ρευστό μείγμα πρόζας, που, ενίοτε, μεταπίπτει σε ιδιότυπη μελωδική απαγγελία και, σπανιότερα, αναπτύσσεται σε θύλακες λυρικού τραγουδιού με χαρακτήρα αριόζο ή/και άριας. Τα τραγουδιστικά μέρη είναι χρωματισμένα με «ελληνικά» ακούσματα παραδοσιακής μουσικής ή έντεχνου τραγουδιού και με αναφορές στην εγχώρια παράδοση παρουσίασης αρχαίου δράματος. Η πρόζα συχνά συνοδεύεται/υπογραμμίζεται από μουσική που, όμως, σπάνια αυτονομείται, η θεατρική δομή παλινδρομεί συνεχώς μεταξύ θεάτρου πρόζας και λυρικού θεάτρου, ενώ η χρήση της χορωδίας παραπέμπει περισσότερο σε παραστάσεις αρχαίας τραγωδίας παρά σε χορωδία όπερας.
Παρ’ ότι ο συνθέτης χαρακτηρίζει τα έργα «όπερες δωματίου», αυτά δεν είναι ούτε όπερα, ούτε θέατρο, ούτε παράσταση αρχαίου δράματος. Είναι δε μάλλον αμφίβολο εάν κάτι ενδιάμεσο μπορεί να λειτουργήσει σκηνικά… Επιπλέον, είναι γραμμένα για είδος ερμηνευτή που… δεν υπάρχει, αφού συνδυάζουν τεράστια μέρη απαιτητικής θεατρικής πρόζας με απαιτητικά μέρη οπερατικού τραγουδιού. Κινδυνεύοντας να κατηγορηθώ ότι δικάζω προθέσεις, θα αποτολμούσα να πω ότι, συνολικά, η γραφή τους φωτογραφίζει την προβληματική, ιδεολογική και αισθητική αμηχανία ορισμένων απέναντι στην όπερα κατά τα μεταπολεμικά χρόνια.
Ασφαλώς, είναι χρήσιμο που μια νέα γενιά θεατών παρακολούθησε τα δύο έργα και εκτέθηκε στην υπόρρητη –παθητική ή συνειδητή;– συνεισφορά τους στην εν εξελίξει διαπραγμάτευση της σύγχρονης ελληνικής ταυτότητας μέσω της εμμονής στο αρχαιοελληνικό απόθεμα. Δεν έχω απαντήσεις για το αν αυτό είναι καλό ή κακό για τον «λαό» ή για τις λεγόμενες πολιτιστικές ελίτ…
Σκηνοθεσία «life-style»
Ο Αμερικανός σκηνοθέτης Τζέι Σάιμπ υποχρεώθηκε να αναμετρηθεί με κάτι μάλλον απροσπέλαστα «δικό μας», που είναι η διαμεσολαβημένη ανα-διατύπωση των σοφόκλειων τραγωδιών από τους Νεοέλληνες Χειμωνά και Ηλιοπούλου. Διέπλασε μια δίδυμη παράσταση υποτίθεται μεταμοντέρνας αισθητικής, βασισμένη (προφανώς) σε κώδικες του θεάτρου, σε αναπαραστάσεις υπερβολικής βίας και σπλάτερ, καθώς επίσης στις ολισθηρές ευκολίες και την αφερέγγυα σαγήνη του life-style.
Την προσέγγισή του υπηρέτησαν άριστα τόσο τα σύγχρονα, μοδάτα κοστούμια της Λέιν Λέτμερ (τουαλέτες και κοστούμια) όσο και το σκηνικό του Πάρι Μέξη: μια ρηχή λίμνη με σκούρα νερά, μια ξέχειλη μπανιέρα (υπόμνηση του φόνου του Αγαμέμνονα και δοχείο ανέφικτης κάθαρσης), ένα σπιτάκι/καλύβα με τη δελφική Σφίγγα στη στέγη (οι δέσμιοι των προφητειών του Απόλλωνα οίκοι των Ατρειδών και των Λαβδακιδών), ένα κρεβάτι/τόπος έρωτα, ένα ντιζαϊνάτο σαλόνι, κάποια αντικείμενα. Πολυχρησιμοποιημένα μέχρις εξαντλήσεως, όλ’ αυτά τα τεχνάσματα ελάχιστα αναπλήρωσαν τις αδυναμίες των δύο έργων: τις μεγάλες διάρκειες, τον ετερόκλητο χαρακτήρα κ.λπ. Επιπλέον, υπήρξαν στιγμές που το θέαμα φλέρταρε επικίνδυνα το γελοίο (π.χ. το αποτελείωμα του Αίγισθου από τις αιμοδιψείς θεραπαινίδες)…
Το ακρόαμα αποδόθηκε γενικώς πολύ καλά από τους συντελεστές: μονωδούς, χορωδούς, τον σολίστα κρουστών Δημήτρη Δεσύλλα και τον πιανίστα Θανάση Αποστολόπουλο («Πυλάδης») και την Καμεράτα ενισχυμένη με σολίστες πνευστών και κρουστών («Ιοκάστη»). Τα έργα διηύθυνε με χειρουργική ακρίβεια και αδιάλειπτη υποστήριξη προς τους μονωδούς ο Γιώργος Πέτρου. Παρότι υποστηριγμένος από φροντισμένη ενίσχυση ήχου με «ψείρες», ο λόγος –τραγουδιστός ή σε πρόζα– παρέμεινε συχνά δυσνόητος.
Αδιαφιλονίκητοι –εν προκειμένω ηρωικοί!– πρωταγωνιστές υπήρξαν η μεσόφωνος Ειρήνη Καράγιαννη (Ηλέκτρα), ο τενόρος Χρήστος Κεχρής (Πυλάδης) και η υψίφωνος Μυρτώ Παπαθανασίου (Ιοκάστη)˙ ο βαθύφωνος Τάσος Αποστόλου έκανε μια σύντομη αλλά βαρύνουσα εμφάνιση ως Οιδίπους. Τους πλαισίωσαν μεσαίου μεγέθους ομάδες γυναικείου («Πυλάδης») και ανδρικού Χορού («Ιοκάστη»).
Γιάννης Σβώλος
Πηγή: www.efsyn.gr
14/07/2015